Η ελπίδα κείται μακράν (2)
1977. Ο Ζίγδης καταγγέλλει την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή και την πολιτική κατάντια της χώρας. Δύο τα σημεία ενδιαφέροντος. «Ντρέπεσαι σχεδόν να πεις ότι είσαι βουλευτής», λέει ο Ζίγδης. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, αυτό το πρόβλημα ξεπεράστηκε. Το επίπεδο της πολιτικής ζωής της χώρας, των υποψηφίων και των εκλεγμένων βουλευτών, ως τεράστιο τρυπάνι, τρύπησε εντελώς τον πάτο του βαρελιού της ντροπής. Σήμερα πλέον κανείς δεν ντρέπεται για τίποτα. Ίσως η τελευταία φορά που κάποιοι βουλευτές να ένιωσαν ένα μικρό ίχνος ντροπής ήταν κατά την ψήφιση των Μνημονίων. Από τότε, όλοι είναι υπερήφανοι και ο κάθε γραφικός τσαρλατάνος, ο κάθε γελοίος και τεμπελχανάς αμόρφωτος μπορεί να διεκδικήσει και να κερδίσει ένα έδρανο στη Βουλή.
Αναμφίβολη και η ευθύνη των ψηφοφόρων. Μαζί πάνε αυτά. Ο λαός ποτέ δε συμπάθησε τους σοβαρούς.
Το
δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος από την ομιλία Ζίγδη, είναι η αναφορά στη διαπλοκή
κυβέρνησης και ΜΜΕ, (τότε μόνο εφημερίδων, φυσικά). Σχεδόν 50 χρόνια μετά, αυτή
η διαπλοκή όχι μόνο δεν κυνηγήθηκε, αλλά έγινε κάτι φυσιολογικό. Απαραίτητο
στοιχείο της Δημοκρατίας μας η ύπαρξη δημοσιογράφων στα μισθολόγια
επιχειρηματιών και κομμάτων. Η δολοφονία της αντικειμενικότητας. Και οι πολίτες, χάφτες κατασκευασμένων
ειδήσεων. Φταίμε!
Επί πέντε δεκαετίες αφήσαμε τα πράγματα να χειροτερεύουν. Πρωτίστως ο Ανδρέας Παπανδρέου και δευτερευόντως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φρόντισαν να αδρανοποιήσουν τη συνείδηση του Έλληνα, τυλίγοντάς την με πολλαπλά στρώματα λίπους.
Ηλιθιοποιηθήκαμε αυτοβούλως, ξαπλωμένοι σε αιώρες και πίνοντας κοκτέιλ φέροντα ομπρελίτσες. Εξαγοραστήκαμε φτηνά και ξεπουλήσαμε ακόμη φτηνότερα το αύριο.
Η σχέση των Ελλήνων με την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν στρεβλή από την αρχή. Η είσοδος της χώρας στην τότε ΕΟΚ και η σταδιακή χαλάρωση των μέτρων που περιόριζαν τις εισαγωγές ή η μείωση των δασμών και των φόρων στα εισαγόμενα προϊόντα ήρθαν σαν βούτυρο στο ψωμί μιας πρωτοφανούς ξενομανίας.
Οτιδήποτε προερχόταν από το εξωτερικό γινόταν περιζήτητο. Η Ελλάδα ουσιαστικά έκανε τα πρώτα βήματά της στον χορό που συνέχισε να χορεύει μέχρι τις σημερινές μέρες. Το εμπορικό ισοζύγιο πήγαινε μονόπαντα και τα ελλείμματα συσσωρεύονταν επικίνδυνα. Σχεδόν όλοι μας συμπεριφερόμασταν σαν να μην υπήρχε η παραμικρή συνέπεια για όλο αυτό.
Η προτίμηση στα ξένα αγαθά οδήγησε σε μαρασμό των ντόπιων βιοτεχνιών, που κατέβασαν ρολά. Ο δευτερογενής τομέας παραγωγής συρρικνώθηκε και η Ελλάδα έψαχνε «σωτηρία» μόνο μέσω επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων και κρατικού χρήματος. Αγοράζαμε οτιδήποτε, αρκεί να μην ήταν ελληνικό. Εμείς οι ίδιοι απαξιώσαμε οτιδήποτε ελληνικό αντιμετωπίζοντάς το ως μπανάλ και τριτοκοσμικό.
Γίναμε όλοι ΜανταμΣουσούδες, μεγαλομανείς σε βαθμό ψυχοπάθειας, ελεεινοί ιθαγενείς που φτύσαμε τη Γη και τη χειρωναξία, περνώντας στη μονοκαλλιέργεια δανεικών και χρεών, χρήματα που φαγώθηκαν σε χρηματιστήρια και επαρχιακά κωλόμπαρα.
Δεν είναι περίεργο που σήμερα, αυτή η συνολική κατάντια πολιτικής και πολιτών, μας κάνει να θαυμάζουμε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου ως μεγάλους ηγέτες. Αυτή είναι η μόνη λέξη που μας ταιριάζει: Καταντήσαμε!
Αναπολούμε τους νεκροθάφτες της χώρας. Αυτούς που υπέγραψαν τη θανατική καταδίκη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας στη χώρα μας, παραδίδοντας το δικαίωμα της παραγωγής στους κεντροβορειοευρωπαίους. Δεν νιώθαμε, οι ηλίθιοι, ότι μαζί με τα ροδάκινα στις χωματερές, θάβαμε και το αύριό μας. Και μέχρι σήμερα, καμία αυτοκριτική. Κανένα ανάθεμα!
Φτάσαμε στο σημείο να τιμούμε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως «Εθνάρχη». Αυτόν
που ξεπούλησε την Κύπρο, μετά το ξεπούλημα των προδοτών χουντικών. Ίδιο
αφεντικό είχαν. Οι αποδείξεις υπάρχουν. Και τις δίνει ο ο Πολύβιος Πολυβίου που το 1974 ήταν μέλος της Ελληνοκυπριακής
Αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη της Γενεύης, τότε που Κίσινγκερ και Ευρωπαίοι
πίεζαν τον Κληρίδη να δεχτεί γεωγραφικό διαμοιρασμό της Κύπρου με τους Τούρκους.
Κι ο έρμος ο Κληρίδης ήλπιζε στην Ελλάδα και τον Καραμανλή. Ακούστε πώς του
φερθήκαμε.
Ναι, αυτόν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τιμούμε σήμερα ως «Εθνάρχη». Αυτόν που θα τον ακούσετε στην Ελληνική Βουλή το 1977 να λέει ότι «πρέπει να εξαντλήσουμε τα διπλωματικά μέσα στις διεκδικήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο». Αυτόν που με υπονοούμενα απειλεί την αντιπολίτευση ότι μπορεί να φέρει σε πολύ δύσκολο σημείο τις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και να τις κληρονομήσει στην επόμενη κυβέρνηση, για να την τιμωρήσει αν δεν σταματήσει να τον πιέζει. Αυτόν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που δήλωνε ότι «αν αφήσουμε εκκρεμότητες με τους Τούρκους στο Αιγαίο, αυτές θα μας τιμωρήσουν μακροπροθέσμως».
Και τι έκαναν οι τεράστιες ηγέτες μας; ΤΙΠΟΤΑ! Άφησαν να σέρνονται οι «εκκρεμότητες». Εμείς τις αφήσαμε. Οι Τούρκοι όχι. Μέσα στα 50 αυτά χρόνια, η Τουρκία γκρίζαρε το μισό Αιγαίο, τα πολεμικά αεροσκάφη της πετάνε ανενόχλητα πάνω από τη Λήμνο επί 10 λεπτά κάνοντας πρόβες βομβαρδισμού, τα πλοία της μπαινοβγαίνουν ανενόχλητα και φτάνουν μέχρι Σούνιο κι όλα αυτά με τις πλάτες Γερμανών, Ρώσων και Αμερικανών.
Το 2027 να γιορτάσουμε τα 50 χρόνια πολιτικής αλητείας, ενδοτισμού, υποχωρητικότητας και ξεπουλήματος της Πατρίδας. Από όλους! Ας αφήσουμε τους εορτασμούς για το 1821. Δεν μας πρέπουν, δεν μας αξίζουν. Μόνο να ντρεπόμαστε μπορούμε για το πού καταντήσαμε.
Το
2027, λοιπόν, ας γιορτάσουμε. Σε μία Ελλάδα μικρότερη. Σε ό,τι θα έχει
απομείνει από αυτήν.
Να, στα μούτρα μας!